Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈpire]

καταλαβαίνω

capìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kaˈpirsi]

1 καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον
2 υπάρχει αλληλοκατανόηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capintesta capirosso  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


capire l'antifona = πιάνω το νόημα || capire male = καταλαβαίνω λάθος || non ho capito = δεν κατάλαβα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capillare (αρσ. επίθ και ουσ)
capillarità (θηλ.ουσ)
capillifero (επίθ.)
capinera (θηλ.ουσ)
capintesta (ουσ αρσ και θηλ.)
capire (ρ. μτβ.)
capirsi (ρ. μ. αμτβ.)
capirosso (ουσ αρσ )
capitagna (θηλ.ουσ)
capitale (ουσ αρσ )
capitale (θηλ.ουσ)
capitale (επίθ.)
capitalismo (ουσ αρσ )
capitalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
capitalistico (επίθ.)
capitalizzare (ρ. μτβ.)
capitalizzazione (θηλ.ουσ)
capitana (θηλ.ουσ)
capitanare (ρ. μτβ.)
capitaneria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---