Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capiènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈpjɛntsa]

1 χωρητικότητα
2 δυναμικότητα
3 ευρυχωρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capiente capigliatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capezzale (ουσ αρσ )
capezziera (θηλ.ουσ)
capezzolo (ουσ αρσ )
capidoglio (ουσ αρσ )
capiente (επίθ.)
capienza (θηλ.ουσ)
capigliatura (θηλ.ουσ)
capillare (αρσ. επίθ και ουσ)
capillarità (θηλ.ουσ)
capillifero (επίθ.)
capinera (θηλ.ουσ)
capintesta (ουσ αρσ και θηλ.)
capire (ρ. μτβ.)
capirsi (ρ. μ. αμτβ.)
capirosso (ουσ αρσ )
capitagna (θηλ.ουσ)
capitale (ουσ αρσ )
capitale (θηλ.ουσ)
capitale (επίθ.)
capitalismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---