Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capezzàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kapetˈtsale]

1 κρεβάτι αρρώστιας
2 κρεβάτι του θανάτου
3 μαξιλάρα
4 πλευρά κρεβατιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capestro capezziera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capellone (επίθ.)
capelluto (επίθ.)
capelvenere (ουσ αρσ )
capestreria (θηλ.ουσ)
capestro (ουσ αρσ )
capezzale (ουσ αρσ )
capezziera (θηλ.ουσ)
capezzolo (ουσ αρσ )
capidoglio (ουσ αρσ )
capiente (επίθ.)
capienza (θηλ.ουσ)
capigliatura (θηλ.ουσ)
capillare (αρσ. επίθ και ουσ)
capillarità (θηλ.ουσ)
capillifero (επίθ.)
capinera (θηλ.ουσ)
capintesta (ουσ αρσ και θηλ.)
capire (ρ. μτβ.)
capirsi (ρ. μ. αμτβ.)
capirosso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---