Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcapestrerìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kapestreˈria] 1 ιδιοτροπία 2 ασωτία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |