Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcapèstro, capéstro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kaˈpɛstro], [kaˈpestro] 1 αγχόνη 2 καπίστρι 3 θηλιά (του δήμιου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |