Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caparbierìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaparbjeˈria]

1 επιμονή
2 ισχυρογνωμοσύνη
3 πράξη ξεροκεφαλιάς
4 ξεροκεφαλιά
5 πείσμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capannone caparbietà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capacitivo (επίθ.)
capanna (θηλ.ουσ)
capannello (ουσ αρσ )
capanno (ουσ αρσ )
capannone (ουσ αρσ )
caparbieria (θηλ.ουσ)
caparbietà (θηλ.ουσ)
caparbio (αρσ. επίθ και ουσ)
caparra (θηλ.ουσ)
capata (θηλ.ουσ)
capecchio (ουσ αρσ )
capeggiare (ρ. μτβ.)
capeggiatore (ουσ αρσ )
capellatura (θηλ.ουσ)
capellini (ουσ αρσ πληθ.)
capello (ουσ αρσ )
capellone (ουσ αρσ )
capellone (επίθ.)
capelluto (επίθ.)
capelvenere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---