ItalianoGreco


cantóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kanˈtore]

1 τραγουδιστής
2 ψάλτης συναγωγής
3 βάρδος
4 ψάλτης
5 χορωδός
6 μέλος χορωδίας
7 πρωτοψάλτης
8 επικεφαλής χορωδίας
9 ποιητής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---