Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcantonièra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kantoˈnjɛra] 1 φυλάκιο 2 γωνιακό ερμάριο ή ντουλάπι 3 σπίτι ελεγκτού διαβάσεων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |