Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcantonàle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kantoˈnale] γωνιακό ντουλάπι γυαλικών cantonàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kantoˈnale] ο των καντονίων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |