Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cantàro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kanˈtaro]

κάνθαρος (αρχαιολογία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cantaridina cantastorie  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cantante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cantare (ουσ αρσ )
cantare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cantaride (θηλ.ουσ)
cantaridina (θηλ.ουσ)
cantaro (ουσ αρσ )
cantastorie (ουσ αρσ και θηλ.)
cantata (θηλ.ουσ)
cantautore (ουσ αρσ )
canterano (ουσ αρσ )
canterellare (ρ. μτβ.)
canterellio (ουσ αρσ )
canterino (ουσ αρσ )
canterino (επίθ.)
cantero (ουσ αρσ )
cantica (θηλ.ουσ)
canticchiare (ρ. μτβ.)
cantico (ουσ αρσ )
cantiere (ουσ αρσ )
cantieristico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---