Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcantambànco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kantamˈbanko] 1 αυτός που τραγουδά στην πλατεία 2 αγύρτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |