Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


canovàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kanoˈvatʧo]

1 λινάτσα
2 σκίτσο
3 πρόχειρο περίγραμμα
4 πλοκή έργου (συνήθως όπερας)
5 ύφασμα σκληρό από λινάρι
6 καναβάτσο
7 ξεσκονόπανο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  canova cantabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

canottaggio (ουσ αρσ )
canottiera (θηλ.ουσ)
canottiere (ουσ αρσ )
canotto (ουσ αρσ )
canova (θηλ.ουσ)
canovaccio (ουσ αρσ )
cantabile (ουσ αρσ )
cantabile (επίθ.)
cantafavola (θηλ.ουσ)
cantalupo (ουσ αρσ )
cantambanco (ουσ αρσ )
cantante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cantare (ουσ αρσ )
cantare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cantaride (θηλ.ουσ)
cantaridina (θηλ.ουσ)
cantaro (ουσ αρσ )
cantastorie (ουσ αρσ και θηλ.)
cantata (θηλ.ουσ)
cantautore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---