Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcanottière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kanotˈtjɛre] 1 κουπολάτης 2 ερέτης 3 κωπηλάτης 4 λεμβούχος 5 βαρκάρης 6 λαμνοκό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |