canònico
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kaˈnɔniko]
1 κανών (εκκλησιαστικός)
2 κανονισμός
canònico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kaˈnɔniko]
1 κατάλληλος
2 σύμφωνος προς τους εκκλησιαστικούς κανόνες
3 αρμόδιος
4 ταιριαστός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kaˈnɔniko]
1 κανών (εκκλησιαστικός)
2 κανονισμός
canònico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kaˈnɔniko]
1 κατάλληλος
2 σύμφωνος προς τους εκκλησιαστικούς κανόνες
3 αρμόδιος
4 ταιριαστός
permalink
canonico (ουσ αρσ )
canonico (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android