Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcanònico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kaˈnɔniko] 1 κανών (εκκλησιαστικός) 2 κανονισμός canònico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kaˈnɔniko] 1 κατάλληλος 2 σύμφωνος προς τους εκκλησιαστικούς κανόνες 3 αρμόδιος 4 ταιριαστός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |