Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcanonicàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kanoniˈkato] 1 αργομισθία (ειρωνικά) 2 πρόσοδα ή δωρεά υπέρ εκκλησιαστικού κανονικού 3 αξίωμα κανονικού (εκκλησιαστικού) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |