ItalianoGreco


cànone  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkanone]

1 κανών (θρησκευτικός)
2 ενοικίαση
3 ενοίκιο
4 κανόνας
5 γνώμονας
6 νοικιασμένος αγρός
7 αρχή γενικής ισχύος
8 κανόνας μουσικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---