Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcanoìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kanoˈizmo] 1 πλεύση με κανό 2 αθλητικοί αγώνες με κανό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |