Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


canoìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kanoˈizmo]

1 πλεύση με κανό
2 αθλητικοί αγώνες με κανό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  canocchia canoista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cannotto (ουσ αρσ )
cannuccia (θηλ.ουσ)
cannula (θηλ.ουσ)
canoa (θηλ.ουσ)
canocchia (θηλ.ουσ)
canoismo (ουσ αρσ )
canoista (ουσ αρσ και θηλ.)
canon (ουσ αρσ )
canone (ουσ αρσ )
canonica (θηλ.ουσ)
canonicale (επίθ.)
canonicato (ουσ αρσ )
canonicità (θηλ.ουσ)
canonico (ουσ αρσ )
canonico (επίθ.)
canonista (ουσ αρσ και θηλ.)
canonizzare (ρ. μτβ.)
canonizzazione (θηλ.ουσ)
canopo (ουσ αρσ )
canorità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---