Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcannoncìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kannonˈʧino] 1 σωληνωτή πτυχή 2 κανονάκι 3 αυλός 4 πτυχή υφάσματος πλισέ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |