Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cannoneggiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kannonedʤaˈmento]

1 κανονίδι
2 κανονιοβολισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cannone cannoneggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cannolicchio (ουσ αρσ )
cannolo (ουσ αρσ )
cannonata (θηλ.ουσ)
cannoncino (ουσ αρσ )
cannone (ουσ αρσ )
cannoneggiamento (ουσ αρσ )
cannoneggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cannoniera (θηλ.ουσ)
cannoniere (ουσ αρσ )
cannotto (ουσ αρσ )
cannuccia (θηλ.ουσ)
cannula (θηλ.ουσ)
canoa (θηλ.ουσ)
canocchia (θηλ.ουσ)
canoismo (ουσ αρσ )
canoista (ουσ αρσ και θηλ.)
canon (ουσ αρσ )
canone (ουσ αρσ )
canonica (θηλ.ουσ)
canonicale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---