Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcannoneggiàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [kannonedˈʤare] 1 βομβαρδίζω 2 βάλω με πυροβολικό 3 κανονιοβολώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |