Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cannìbale  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kanˈnibale]

1 ανθρωποφάγος
2 κανίβαλος
3 αγριάνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cannettato cannibalesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cannerello (ουσ αρσ )
canneto (ουσ αρσ )
cannetta (θηλ.ουσ)
cannettato (ουσ αρσ )
cannettato (επίθ.)
cannibale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cannibalesco (επίθ.)
cannibalismo (ουσ αρσ )
cannibalizzare (ρ. μτβ.)
cannibalizzazione (θηλ.ουσ)
cannicciata (θηλ.ουσ)
canniccio (ουσ αρσ )
cannocchiale (ουσ αρσ )
cannolicchio (ουσ αρσ )
cannolo (ουσ αρσ )
cannonata (θηλ.ουσ)
cannoncino (ουσ αρσ )
cannone (ουσ αρσ )
cannoneggiamento (ουσ αρσ )
cannoneggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---