Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcangiànte
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kanˈʤante] 1 που αλλάζει 2 ιριδίζων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |