Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcanìcola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kaˈnikola] 1 κυνικό καύμα 2 καλοκαιρινή ζέστη 3 ζέστη του μεσημεριού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |