Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


canditóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kandiˈtore]

μηχανή ζαχαρώματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  candito canditura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

candidezza (θηλ.ουσ)
candido (επίθ.)
candire (ρ. μτβ.)
candito (ουσ αρσ )
candito (επίθ.)
canditore (ουσ αρσ )
canditura (θηλ.ουσ)
candore (ουσ αρσ )
cane (ουσ αρσ )
canea (θηλ.ουσ)
canefora (θηλ.ουσ)
canestra (θηλ.ουσ)
canestraio (ουσ αρσ )
canestrata (θηλ.ουσ)
canestro (ουσ αρσ )
canfora (θηλ.ουσ)
canforato (επίθ.)
canforo (ουσ αρσ )
cangiante (αρσ. επίθ και ουσ)
cangiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---