Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


canèfora  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈnɛfora]

κανηφόρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  canea canestra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

canditore (ουσ αρσ )
canditura (θηλ.ουσ)
candore (ουσ αρσ )
cane (ουσ αρσ )
canea (θηλ.ουσ)
canefora (θηλ.ουσ)
canestra (θηλ.ουσ)
canestraio (ουσ αρσ )
canestrata (θηλ.ουσ)
canestro (ουσ αρσ )
canfora (θηλ.ουσ)
canforato (επίθ.)
canforo (ουσ αρσ )
cangiante (αρσ. επίθ και ουσ)
cangiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
canguro (ουσ αρσ )
canicola (θηλ.ουσ)
canicolare (επίθ.)
canile (αρσ. επίθ και ουσ)
canino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---