Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcandelòtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kandeˈlɔtto] κοντό και χοντρό κερί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |