Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcanceróso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kanʧeˈroso], [kanʧeˈrozo] καρκινοπαθής canceróso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kanʧeˈroso], [kanʧeˈrozo] 1 καρκινογενής 2 καρκινικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |