Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cancerizzàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kanʧeridˈdzarsi]

γίνομαι καρκινογόνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cancello cancerizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cancelleria (θηλ.ουσ)
cancellierato (ουσ αρσ )
cancelliere (ουσ αρσ )
cancellino (ουσ αρσ )
cancello (ουσ αρσ )
cancerizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cancerizzazione (θηλ.ουσ)
cancerogeno (επίθ.)
cancerologia (θηλ.ουσ)
cancerologo (ουσ αρσ )
canceroso (ουσ αρσ )
canceroso (επίθ.)
canchero (ουσ αρσ )
cancrena (θηλ.ουσ)
cancrenoso (αρσ. επίθ και ουσ)
cancro (ουσ αρσ )
candeggiante (αρσ. επίθ και ουσ)
candeggiare (ρ. μτβ.)
candeggiatore (ουσ αρσ )
candeggina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---