Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cancellieràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kanʧelljeˈrato]

πρωθυπουργία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cancelleria cancelliere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cancellata (θηλ.ουσ)
cancellatura (θηλ.ουσ)
cancellazione (θηλ.ουσ)
cancelleresco (επίθ.)
cancelleria (θηλ.ουσ)
cancellierato (ουσ αρσ )
cancelliere (ουσ αρσ )
cancellino (ουσ αρσ )
cancello (ουσ αρσ )
cancerizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cancerizzazione (θηλ.ουσ)
cancerogeno (επίθ.)
cancerologia (θηλ.ουσ)
cancerologo (ουσ αρσ )
canceroso (ουσ αρσ )
canceroso (επίθ.)
canchero (ουσ αρσ )
cancrena (θηλ.ουσ)
cancrenoso (αρσ. επίθ και ουσ)
cancro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---