Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcancellatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kanʧellaˈtura] 1 ματαίωση 2 σβήσιμο 3 εξουδετέρωση 4 ακύρωση 5 διαγραφή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |