Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcanàglia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kaˈnaʎʎa] 1 κατώτατη κοινωνική τάξη 2 κάθαρμα 3 όχλος 4 κανάγιας 5 απείθαρχη μάζα 6 συμμορία 7 παλιοτόμαρο 8 αχρείος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |