Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


camuffàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kamufˈfare]

1 αποκρύβω έντεχνα
2 μεταμορφώνω
3 συγκαλύπτω
4 καμουφλάρω

camuffàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kamufˈfarsi]

1 καμουφλάρομαι
2 μασκαρεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  camuffamento camuso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

campire (ρ. μτβ.)
campitura (θηλ.ουσ)
campo (ουσ αρσ )
camposanto (ουσ αρσ )
camuffamento (ουσ αρσ )
camuffare (ρ. μτβ.)
camuffarsi (ρ. μ. αμτβ.)
camuso (επίθ.)
can (ουσ αρσ )
canada, canadà (θηλ.ουσ)
canadese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
canaglia (θηλ.ουσ)
canagliata (θηλ.ουσ)
canagliesco (επίθ.)
canagliume (ουσ αρσ )
canale (ουσ αρσ )
canaletta (θηλ.ουσ)
canalicolo (ουσ αρσ )
canalizzare (ρ. μτβ.)
canalizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---