Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcamuffaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kamuffaˈmento] 1 καμουφλάζ 2 συγκάλυψη 3 μασκάρεμα 4 απόκρυψη 5 μεταμφίεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |