Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcampionàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kampjoˈnarjo] 1 βιβλίο με δείγματα 2 δειγματολόγιο 3 δείγμα 4 συλλογή campionàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kampjoˈnarjo] αναφερόμενος σε εμπορική έκθεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |