Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcampeggiàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [kampedˈʤare] 1 στρατωνίζομαι 2 ξεχωρίζω 3 στρατοπεδεύω 4 καταυλίζομαι 5 κατασκηνώνω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαvietato campeggiare = απαγορεύεται η κατασκήνωση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |