Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


campanóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kampaˈnone]

1 ολμοβόλο
2 καμπάνα μεγάλη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  campano campanula  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

campanile (ουσ αρσ )
campanilismo (ουσ αρσ )
campanilista (ουσ αρσ και θηλ.)
campanilistico (επίθ.)
campano (αρσ. επίθ και ουσ)
campanone (ουσ αρσ )
campanula (θηλ.ουσ)
campanulato (επίθ.)
campare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
campata (θηλ.ουσ)
campeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
campeggiatore (ουσ αρσ )
campeggio (ουσ αρσ )
campeggista (ουσ αρσ και θηλ.)
campestre (θηλ. επίθ και ουσ)
campicchiare (ρ.αμτβ.)
campicello (ουσ αρσ )
campiello (ουσ αρσ )
campionamento (ουσ αρσ )
campionare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---