Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcampàno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kamˈpano] 1 κάτοικος της Καμπανίας 2 κουδούνι 3 κουδούνα αγελάδας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |