Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

benevolènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) benvìsto (επίθ.)
benevolènza (θηλ.ουσ) benvolére (ουσ αρσ )
benèvolo (επίθ.) benzaldèide (θηλ.ουσ)
benfàtto (επίθ.) benzedrìna (θηλ.ουσ)
bengàla (ουσ αρσ ) benzène (ουσ αρσ )
beniamìno (ουσ αρσ ) benzènico (επίθ.)
benignità (θηλ.ουσ) benzìna (θηλ.ουσ)
benìgno (επίθ.) benzinàio (ουσ αρσ )
benìno (επίρ.) benzoàto (ουσ αρσ )
benintenzionàto (επίθ.) benzòico (επίθ.)
benintéso (επίθ.) benzoìno (ουσ αρσ )
benìssimo (επίρ.) benzòlo (ουσ αρσ )
bènna (θηλ.ουσ) beóne (ουσ αρσ )
bennàto (επίθ.) bequàdro (ουσ αρσ )
benóne (επίρ.) berchèlio (ουσ αρσ )
benparlànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) berciàre (ρ.αμτβ.)
benpensànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) bére (ουσ αρσ )
benportànte (επίθ.) bére (ρ. μτβ.)
benservìto (ουσ αρσ ) bergamòtta (θηλ.ουσ)
bensì (σύνδ.) bergamòtto (ουσ αρσ )
bènthos (ουσ αρσ ) beribèri (ουσ αρσ )
bentonìte (θηλ.ουσ) berìllio (ουσ αρσ )
bentornàto (αρσ. επίθ και ουσ) berìllo (ουσ αρσ )
benvedùto (επίθ.) beriòlo (ουσ αρσ )
benvenùto (ουσ αρσ ) berkèlio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: