Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assoggettàre (ρ. μτβ.) assonnàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assoggettàrsi (ρ. μ. αμτβ.) assonnàto (επίθ.)
assolàto (επίθ.) assonometrìa (θηλ.ουσ)
assolcàre (ρ. μτβ.) assonomètrico (επίθ.)
assoldàre (ρ. μτβ.) assopiménto (ουσ αρσ )
assólo (αρσ. επίθ και ουσ) assopìre (ρ. μτβ.)
assolutaménte (επίρ.) assopìrsi (ρ. μ. αμτβ.)
assolutézza (θηλ.ουσ) assopìto (επίθ.)
assolutìsmo (ουσ αρσ ) assorbènte (ουσ αρσ )
assolutìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) assorbènte (επίθ.)
assolutìstico (επίθ.) assorbìbile (επίθ.)
assolùto (ουσ αρσ ) assorbiménto (ουσ αρσ )
assolùto (επίθ.) assorbìre (ρ. μτβ.)
assolutóre (ουσ αρσ ) assorbitóre (ουσ αρσ )
assolutòrio (επίθ.) assordaménto (ουσ αρσ )
assoluzióne (θηλ.ουσ) assordànte (επίθ.)
assòlvere (ρ. μτβ.) assordàre (ρ. μτβ.)
assolviménto (ουσ αρσ ) assordiménto (ουσ αρσ )
assomigliànte (επίθ.) assordìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assomigliàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) assortiménto (ουσ αρσ )
assomigliàrsi (ρ. μ. αμτβ.) assortìre (ρ. μτβ.)
assommàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) assortìto (επίθ.)
assonànte (επίθ.) assortitùra (θηλ.ουσ)
assonànza (θηλ.ουσ) assottigliaménto (ουσ αρσ )
assonnacchiàto (αρσ. επίθ και ουσ) assottigliàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: