Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

asinità (θηλ.ουσ) aspettazióne (θηλ.ουσ)
àsino (ουσ αρσ ) aspètto (ουσ αρσ )
asintòtico (επίθ.) aspic (ουσ αρσ )
asìntoto, asintòto (ουσ αρσ ) àspide (ουσ αρσ )
asìsmico (επίθ.) aspirànte (ουσ αρσ )
àsma (ουσ αρσ και θηλ.) aspirànte (επίθ.)
asmàtico (αρσ. επίθ και ουσ) aspirapólvere (ουσ αρσ )
asociàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) aspiràre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
asocialità (θηλ.ουσ) aspiratóre (ουσ αρσ )
àsola (θηλ.ουσ) aspirazióne (θηλ.ουσ)
asolàia (θηλ.ουσ) aspirìna (θηλ.ουσ)
asolatrice (θηλ.ουσ) àspo (ουσ αρσ )
asparagéto (ουσ αρσ ) asportàbile (επίθ.)
asparagiàia (θηλ.ουσ) asportàre (ρ. μτβ.)
aspàrago (ουσ αρσ ) asportazióne (θηλ.ουσ)
aspatùra (θηλ.ουσ) aspraménte (επίρ.)
aspèrgere (ρ. μτβ.) asprétto (αρσ. επίθ και ουσ)
asperità (θηλ.ουσ) asprézza (θηλ.ουσ)
aspermìa (θηλ.ουσ) asprì (ουσ αρσ )
aspèrrimo (επίθ.) asprìgno (ουσ αρσ )
aspersióne (θηλ.ουσ) asprìgno (επίθ.)
aspersòrio (αρσ. επίθ και ουσ) àspro (επίθ.)
aspettàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) assaggiàre (ρ. μτβ.)
aspettarsi (ρ.μ. (αντων.)) assaggiatóre (ουσ αρσ )
aspettatìva (θηλ.ουσ) assaggiatùra (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: