Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

armònio (ουσ αρσ ) arpìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
armonióso (επίθ.) arpóne (ουσ αρσ )
armonìsta (ουσ αρσ και θηλ.) àrra (θηλ.ουσ)
armònium (ουσ αρσ ) arrabattàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
armonizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) arrabbiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
armonizzazióne (θηλ.ουσ) arrabbiàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
arnése (ουσ αρσ ) arrabbiàto (αρσ. επίθ και ουσ)
àrnia (θηλ.ουσ) arrabbiatùra (θηλ.ουσ)
arnióne (ουσ αρσ ) arraffàre (ρ. μτβ.)
aròma (ουσ αρσ ) arrampicàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
aromaticità (θηλ.ουσ) arrampicàta (θηλ.ουσ)
aromàtico (αρσ. επίθ και ουσ) arrampicatóre (ουσ αρσ )
aromatizzànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) arrancàre (ρ.αμτβ.)
aromatizzàre (ρ. μτβ.) arrangiaménto (ουσ αρσ )
àrpa (θηλ.ουσ) arrangiàre (ρ. μτβ.)
arpagóne (ουσ αρσ ) arrangiàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
arpeggiaménto (ουσ αρσ ) arrangiatóre (ουσ αρσ )
arpeggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) arrangolare (ρ. μτβ.)
arpeggiatóre (ουσ αρσ ) arrangolato (επίθ.)
arpéggio (ουσ αρσ ) arrecàre (ρ. μτβ.)
arpìa (θηλ.ουσ) arredaménto (ουσ αρσ )
arpicòrdo (ουσ αρσ ) arredàre (ρ. μτβ.)
arpionàre (ρ. μτβ.) arredàto (επίθ.)
arpióne (ουσ αρσ ) arredatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
arpionìsmo (ουσ αρσ ) arrèdo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: