Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κλα§σι§κό§τε§ρος [επίθ.] κλείδα [θηλ.ουσ]
κλα§σι§κώ§τα§τος [επίθ.] κλειδάκι [ουσ ουδ.]
κλα§σι§κώ§τε§ρος [επίθ.] κλειδαμπαρωμένος [επίθ.]
κλάσιμο [ουσ ουδ.] κλειδαμπαρώνω {κλειδαμπά...
κλάσμα {κλάσμ-ατο... κλειδαράς {κλειδαράδ...
κλασματικός [επίθ.] κλειδαριά [θηλ.ουσ]
κλασμένος [επίθ.] κλειδαρότρυπα {χωρ. γεν....
κλαταρισμένος [επίθ.] κλειδί {κλειδ-ιού...
κλατάρω {κλάτ-αρα ... κλειδοκρατόρισσα [θηλ.ουσ]
κλάτσα [θηλ.ουσ] κλειδομανταλωμένος [επίθ.]
κλαυθμός [ουσ αρσ ] κλειδούχος [ουσ αρσ και θηλ.]
κλαυθμυρίζω {κλαυθμύρι... κλείδωμα [ουσ ουδ.]
κλαυθμυρισμός [ουσ αρσ ] κλειδωμένος [επίθ.]
κλαυμένος [επίθ.] κλειδωνιά [θηλ.ουσ]
κλαυμός [ουσ αρσ ] κλειδώνομαι [ρ. παθ.]
κλαυσίγελος [ουσ αρσ ] κλειδώνω {κλείδω-σα...
κλάψα {χωρ. γεν.... κλείδωση {-ης κ. -ώ...
κλαψιάρης {κλαψιάρηδ... κλείθρο [ουσ ουδ.]
κλαψιάρικος [επίθ.] κλειθροποιός [ουσ αρσ ]
κλάψιμο {κλαψίμ-ατ... κλείνομαι αόρ. έκλει...
κλαψούρα [θηλ.ουσ] κλεινός [επίθ.]
κλαψουρίζω {κλαψούρισ... κλείνουμε! [επιφ.]
κλαψούρισμα [ουσ ουδ.] κλείνω {έκλεισα, ...
κλέβγω [ρ. μτβ. και αμετβ.] κλείνω {έκλεισα, ...
κλέβω {έκλεψα, κ... κλείσιμο {κλεισίμ-α...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: