Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
κλαταρισμένος
επίθετο
participio passato del verbo
[κλατάρω]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< κλασμένος
κλατάρω >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κλα§σι§κώ§τε§ρος
[επίθ.]
κλάσιμο
[ουσ ουδ.]
κλάσμα
{κλάσμ-ατο...
κλασματικός
[επίθ.]
κλασμένος
[επίθ.]
κλαταρισμένος
[επίθ.]
κλατάρω
{κλάτ-αρα ...
κλάτσα
[θηλ.ουσ]
κλαυθμός
[ουσ αρσ ]
κλαυθμυρίζω
{κλαυθμύρι...
κλαυθμυρισμός
[ουσ αρσ ]
κλαυμένος
[επίθ.]
κλαυμός
[ουσ αρσ ]
κλαυσίγελος
[ουσ αρσ ]
κλάψα
{χωρ. γεν....
κλαψιάρης
{κλαψιάρηδ...
κλαψιάρικος
[επίθ.]
κλάψιμο
{κλαψίμ-ατ...
κλαψούρα
[θηλ.ουσ]
κλαψουρίζω
{κλαψούρισ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis