Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκλαημός
ουσιαστικό αρσενικό variante di [κλαυθμός] κλαυθμός ουσιαστικό αρσενικό ((letterario)) pianto κλαυθμoί και oδυρμoί == pianti e lamenti κλαυμός ουσιαστικό αρσενικό variante di [κλαυθμός] κλιαμός ουσιαστικό αρσενικό variante di [κλαυθμός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |