GrecoItaliano


κλαυθμός  
ουσιαστικό αρσενικό

((letterario)) pianto κλαυθμoί και oδυρμoί == pianti e lamenti

κλαημός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κλαυθμός]

κλαυμός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κλαυθμός]

κλιαμός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κλαυθμός]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KLAYQMOS100}}
---CACHE---