Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλέβγω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [κλέβω]

κλέβω  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 ruba`re, deruba`re του έκλεψαν το πορτοφόλι == gli hanno rubato il portafoglio, è stato derubato del portafoglio | μoυ έκλεψε την ιδέα == mi ha rubato l'idea | κλέβω την καρδιά κάπoιoυ == rubare il cuore di qualcuno | κλέβω στο ζύγι == rubare sul peso | κλέβω στα χαρτιά == rubare a carte, barare
2 di innamorati rapire o Πάρης έκλεψε την Ωραία Ελένη == Paride rapì Elena | κλέβω την παράσταση == rubare la scena

κλέπτω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [κλέβω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλαψούρισμα κλείδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---