Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκλειδαρότρυπα
ουσιαστικό θηλυκό buco ~m~ della serratu`ra, toppa ~f~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη κλειδαρότρυπα = buco [αρσ.] della serratura Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |