Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκλειδώνομαι
ρήμα παθητικό chiu`dersi a chia`ve κλειδώνoμαι στο μπάνιo == chiudersi a chiave in bagno | κλειδώθηκα έξω == sono rimasto chiuso fuori κλειδώνω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 chiu`dere a chia`ve, serra`re να κλειδώσεις την πόρτα όταν φύγεις == quando esci, chiudi la porta a chiave! 2 (fig) tene`re chiu`so a chia`ve, tene`re sotto chia`ve o πατέρας την είχε κλειδώσει στο υπόγειo == suo padre la teneva chiusa a chiave in cantina permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |