Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλειστός  
επίθετο

chiu`so ((anche in senso figurato)) κλειστή καγκελόπορτα == un cancello chiuso | κλειστά μάτια == occhi chiusi | κλειστό κύκλωμα == circuito chiuso | o δρόμoς είναι κλειστός στην κυκλοφορία == la strada è chiusa al traffico | το Σαββατοκύριακο oι τράπεζες είναι κλειστές == il fine settimana le banche sono chiuse | ''κλειστόν'' == ''chiuso'' | κλειστός τύπος == tipo, carattere chiuso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλειστογαμικός κλειστοφοβία  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


σε κλειστό χώρο = al coperto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---