Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλένω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [κλίνω]

κλίνω  
ρήμα αμετάβατο

1 gira`re, volta`re, vo`lgersi κλίνατε επ' αριστερά! == fianco sinistr'!
2 (fig) inclina`re, prope`ndere, ave`re tende`nza, ave`re propensio`ne, e`ssere incli`ne, e`ssere favore`vole κλίνει μάλλον προς τα κόμματα της αριστεράς == ha una certa propensione per i partiti di sinistra | κλίνει σαφώς προς τα μαθηματικά == ha una forte propensione per la matematica
3 (fig) te`ndere το χρώμα του ουρανού κλίνει προς τo γκρίζο == il colore del cielo tende al grigio

κλίνω
ρήμα μεταβατικό

1 inclina`re, piega`re κλίνω το κορμί μου προς τα εμπρός == piegare il corpo in avanti
2 gira`re, volta`re, vo`lgersi έκλινε το κεφάλι του προς τα δεξιά == volse il capo a destra
3 linguistica declina`re, coniuga`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλεμμένος κλέος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---