Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλίση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 inclinazio`ne ~f~, pende`nza ~f~ κλίση εδάφους == inclinazione del suolo
2 linguistica flessio`ne ~f~ κλίση ονόματος == flessione nominale, declinazione | κλίση ρήματος == coniugazione
3 (fig) inclinazio`ne ~f~, tende`nza ~f~, propensio`ne ~f~ έδειξε από νωρίς την κλίση του στη ζωγραφική == ha mostrato sin da piccolo inclinazione per la pittura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλισέ κλισίμετρο  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


δεν έχω κλίση σε κάτι = essere negato per qualcosa


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---